Η
μαθήτρια της Γ΄ τάξης Χαιρετάκη Αικατερίνη
συμμετείχε σε πανελλήνιο
Διαγωνισμό Συγγραφής Περιβαλλοντικής Ιστορίας με τίτλο
«Το μέταλλο ποτέ δεν παύει να ζει,
περιμένει να του δώσεις μια νέα μορφή»
που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης κατά το σχολικό
έτος 2017-18. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού την έφεραν μεταξύ των
βραβευθέντων.
Το Σάββατο 13 Οκτωβρίου
2018 πραγματοποιήθηκε η βράβευση στην Αθήνα στην αίθουσα Συναυλιών του Ωδείου Αθηνών
«Άρης Γαρουφαλής»
Κατά την τελετή βράβευσης οι βραβευθέντες μαθητές
είχαν την ευκαιρία να διαβάσουν αποσπάσματα από το διήγημά τους. Παράλληλα
λειτούργησε έκθεση με κατασκευές των μαθητών που κατασκευάστηκαν από μέταλλο
και άλλα ανακυκλώσιμα υλικά.
Συγχαρητήρια στην μαθήτρια Χαιρετάκη Αικατερίνη για
την τόλμη της να συμμετέχει στον
παραπάνω Διαγωνισμό και να διακριθεί.
Συγχαρητήρια αξίζουν και στην φιλόλογο κ Μπαμπασώφη
Κλειώ η οποία παρακολουθούσε, καθοδηγούσε και εμψύχωνε την μαθήτρια καθ΄ όλη τη
διάρκεια της παραπάνω προσπάθειά της.
Η ιστορία της Κατερίνας είναι η ακόλουθη:
Η ιστορία της Κατερίνας είναι η ακόλουθη:
ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΛΕΣ ΑΝΤΙΟ
Η μητέρα καθώς ετοίμαζε το
μεσημεριανό φαγητό θυμήθηκε πως κάτι είχε ξεχάσει.
-Μάριε!
-Τι θέλεις μαμά, ρώτησα.
-Σήμερα θα έρθει στο σπίτι η θεία
Ιωάννα. Θέλω να είναι όλα στην εντέλεια. Καθαρά χέρια, όχι αταξίες και πέτα
αυτά τα σκουπίδια από το δωμάτιό σου. Πρώτα όμως πρέπει να αγοράσουμε κάτι που
ξέχασα.
Έτσι ξεκίνησαν όλα. Από μια καθημερινή επίσκεψη στο supermarket της γειτονιάς. Καθώς χάζευα τα
ράφια, άκουσα μια φωνούλα.
-Ψιτ.
Γύρισα το κεφάλι μου και το μόνο
που είδα ήταν ένα σωρό από κονσερβοκούτια.
-Εεε ψιτ, εσύ με την πράσινη
μπλούζα, άκουσα πάλι την φωνούλα να λέει.
Όταν συνειδητοποίησα ότι ένα
κονσερβοκούτι μου μιλούσε, πίστεψα πως χρειαζόμουν επειγόντως γιατρό. Μη θέλοντας
όμως να χάσω την μοναδική ευκαιρία που μου δινόταν, του απάντησα ψιθυριστά.
-Μπορείς και μιλάς;
-Με ξέχασες! Εγώ όμως σε περίμενα!!!,
είπε παραπονεμένα.
Παραξενεμένος το ρώτησα:
-Σε ξέχασα; Περίμενες εμένα; Γιατί;
-Μου είχες υποσχεθεί ότι θα είμαστε
για πάντα μαζί. Μα… τίποτα δεν θυμάσαι; Ούτε το όνομα που μου είχες δώσει όταν με
περιμάζεψες από το πεζοδρόμιο; Με ονόμασες
Βόρι! Θυμάσαι; Επειδή φυσούσε βοριάς.
-Σίγουρα με μπερδεύεις με κάποιον
άλλο, αποκρίθηκα.
Εκείνο όμως με επιμονή μου
απάντησε:
-Όχι δεν γίνεται! Είσαι ο
Αγαθοκλής!
Από αυτό το όνομα άρχισα κάτι να
καταλαβαίνω. Πολλοί μου είχαν πει ότι έμοιαζα με τον παππού μου τον Αγαθοκλή όταν
ήταν μικρός, αλλά εγώ δεν μπορούσα να το δω. Βλέπεις με τα χρόνια ο άνθρωπος
αλλάζει. Δεν ήταν μόνο το όνομα που με έκανε να πιστέψω ότι μιλούσε για τον
παππού μου. Συχνά μου είχε μιλήσει κι ο ίδιος για έναν φίλο που συνάντησε σε
ένα πεζοδρόμιο όταν έξω φυσούσε. Όμως ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου κάτι τέτοιο όταν άκουγα αυτήν την
ιστορία. Οι σκέψεις μου σταμάτησαν όταν είδα την μαμά να έρχεται προς το μέρος
μου. Βιαστικά ψιθύρισα:
-Αγαθοκλής είναι το όνομα του
παππού μου.
Τότε εκείνο πήδηξε δίχως να χάσει
ευκαιρία στα χέρια μου.
-Πήγαινέ με σε αυτόν.
Με χίλια ζόρια κατάφερα την μαμά να
μου αγοράσει το κουτάκι τοματοπολτού.
Όταν γυρίσαμε σπίτι η μαμά με ενημέρωσε ότι η ώρα είχε ήδη περάσει και
ότι σε λίγο θα κατέφθανε η θεία Ιωάννα. Φυσικά,
δεν παρέλειψε να μου υπενθυμίσει την «υποχρέωσή» μου. Με βαριά καρδιά πήρα τον
Βόρι και πήγα στο δωμάτιό μου κρατώντας μια σακούλα στο χέρι. Άφησα τον Βόρι
στο κρεβάτι και με δάκρυα στα μάτια άρχισα να μαζεύω ένα-ένα τα «σκουπίδια».
Εδώ μάλλον θα πρέπει να σας εξηγήσω τι είναι αυτά τα περιβόητα «σκουπίδια» τα
οποία η μαμά δεν άντεχε άλλο μες στο σπίτι. Κάθε μεταλλικό κουτί που έβλεπα, του
έδινα ένα όνομα και με λίγη μπογιά, χαρτί και ψαλίδι δημιουργούσα έναν «φίλο». Τώρα
ξέρω από πού κληρονόμησα αυτήν τη συνήθεια. Συνήθως έπαιρνα μεταλλικά κουτάκια
επειδή γυάλιζαν, όμως από το χέρι της μαμάς είχαν γλιτώσει μόνο τρία: ο Ζακ, η Κάρι και ο Ονούφριος. Μου άρεσε να παίζω
συνέχεια μαζί τους. Της μαμάς όμως δεν της άρεσαν καθόλου γιατί έλεγε ότι
γεμίζει ο χώρος με σαβούρες. Όλα αυτά τα είπα και στον Βόρι όταν με ρώτησε
γιατί στεναχωριέμαι. Κατάλαβα πως κι εκείνος στεναχωρήθηκε και συγκινήθηκε από την ιστορία μου γιατί είχα
την αίσθηση ότι σκεφτόταν κάποια λύση ώστε τα κουτάκια να μείνουν. Λύση δεν
υπήρχε καμία η μαμά ήταν ξεκάθαρη. Έτσι κι εγώ αποχαιρέτησα τους αγαπημένους
μου φίλους.
-Αντίο παιδιά. Το ξέρετε ότι δεν
μπορώ να κάνω αλλιώς. Αν ήταν στο χέρι μου θα σας κρατούσα, τους είπα
προσπαθώντας να δικαιολογήσω την πράξη μου απέναντί τους.
-Δεν είναι εύκολο κάποιον που αγαπάς να τον πετάς στα σκουπίδια. Αντίο
φίλοι, είπα πλέον με τα δάκρυα να ξεχειλίζουν από τα μάτια μου.
Τότε πετάχτηκε ο Βόρις πριν ακόμα
τους αφήσω να πέσουν μέσα στην σακούλα:
-Ποτέ μην λες αντίο! Ιδίως σε
κάποιον που μπορείς να ξαναδείς! Μου απάντησε ενθουσιασμένος.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου
έλεγε κι όμως πίστευα πως είχε δίκιο.
-Βλέπεις από το παράθυρο εκείνο τον
μπλε κάδο; Εκεί κατέληξα και εγώ πριν με βρεις στο ράφι. Εκεί βάλε και εσύ τα
κουτάκια σου και μια μέρα θα ξαναϊδωθείτε, είμαι σίγουρος. Κοίταξέ με, είμαι εδώ
μαζί σου όπως τότε με τον παππού σου.
Αυτό ήταν αρκετό για να με κάνει να
αφήσω τους φίλους μου προσεχτικά μέσα στον μπλε κάδο ανακύκλωσης χωρίς τύψεις.
-Ποτέ μην λες αντίο, μου ξαναείπε ο
Βόρις ώστε να φύγει και ο τελευταίος δισταγμός από τα μάτια μου.
-Πού θα πάνε; Τον ρώτησα.
-Σε ένα μεγάλο κτήριο σαν εργοστάσιο.
Εκεί θα τα επεξεργαστούν και έπειτα θα επιστρέψουν πάλι στα ράφια!
Μόλις άκουσα αυτή την απάντηση
ανακουφίστηκα τελείως. Τώρα η προσμονή είχε πάρει τη θέση της ανησυχίας στην
καρδιά μου.
-Νομίζω όμως πως ήρθε η ώρα να
συναντηθώ κι εγώ με τον φίλο μου τον Αγαθοκλή, είπε ο Βόρις
-Φυσικά! Μισό λεπτό να ενημερώσω την
μαμά μου.
-Μαμά θα πάω στον παππού. Από χθες
δεν έχουμε μιλήσει καθόλου.
-Εντάξει γλυκέ μου, μην αργήσεις.
Άδειασα τον Βόρι και τον ξέπλυνα
γρήγορα, έτσι για να τον δει ο παππούς όμορφο. Βγήκαμε έξω και καθώς περπατούσα
μου έπεσε κάτω. Κάτι παιδιά που ήταν εκεί γύρω άρχισαν να τον κλοτσούν και να παίζουν
ποδόσφαιρο με αυτόν. Διασκέδαζαν τόσο πολύ που τους ζήτησα να παίξω κι εγώ. Ήταν
πολύ διασκεδαστικό να παίζεις με ένα κουτάκι ποδόσφαιρο. Ξαφνικά ένα παιδί έκανε
ένα δυνατό σουτ και ο Βόρις πετάχτηκε στην αυλή μιας ηλικιωμένης γειτόνισσας που
εκείνη τη στιγμή φύτευε κάτι λουλούδια
σε γλαστράκια για να στολίσει τα πρεβάζια της .Όταν πλησίασα είδα πως οι
γλάστρες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά διάφορα αλουμινένια κουτάκια. Στα χέρια της
κρατούσε τον Βόρι γεμάτο χώμα όπου είχε φυτέψει ένα όμορφο λουλούδι. Είχε
πλάκα γιατί τα άνθη έμοιαζαν σαν τρελά μαλλιά. Όμως ο Βόρις έπρεπε να συναντήσει
ξανά τον παππού μου. Αφού εξήγησα στη γειτόνισσα πως είχαν τα πράγματα, εκείνη
μου τον έδωσε μαζί με τα λουλούδια.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά για πρώτη φορά παρατηρούσα πως σε όλα τα σπίτια
υπήρχε έστω κι ένα μεταλλικό κουτάκι του
οποίου η χρήση είχε αλλάξει. Στο μεγάλο δέντρο της αυλής του Γιάννη κρέμονταν
πολύχρωμα κουτάκια από αναψυκτικό , άλλα με άχυρα και άλλα με κανναβούρι. Στο
τραπέζι της βεράντας της Φωτεινής, υπήρχαν κουτάκια βαμμένα και κολλημένα
μεταξύ τους γεμάτα μαχαιροπίρουνα. Σε ένα άλλο σπίτι κρεμόντουσαν κουτάκια τρυπημένα
που μέσα τους είχαν κεριά. Ακόμα και μέσα στα σπίτια από τα ανοιχτά παράθυρα
διέκρινα αντικείμενα φτιαγμένα από τα ίδια κουτιά. Σε ένα κομοδίνο βρισκόταν
ένα ξυπνητήρι φτιαγμένο από κονσερβοκούτι. Σε ένα παιδικό γραφείο μολυβοθήκες από
αλουμινένια κουτιά και σε ένα ράφι ένας κουμπαράς από άλλο κουτί.
Τελικά έφτασα στο σπίτι του παππού. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.
-Τι έχεις εκεί; Με ρώτησε.
-Ποτέ μην λες αντίο του είπα και
του έδωσα τον «ανθισμένο Βόρι».
Στα μάτια του κύλησε ένα δάκρυ
από χαρά.
-Είναι ο Βόρις, ψέλλισε. Δεν έχει
αλλάξει καθόλου! Κι αυτά τα λουλούδια του πάνε πολύ.
Από εκείνη την μέρα ο παππούς είχε
για συντροφιά του και πάλι τον Βόρι. Μπορεί να μην έπαιζαν όπως παλιά όμως
απολάμβανε την παρουσία του από την πρώτη «καλημέρα», μέχρι την τελευταία
«καληνύχτα» της μέρας. Όσο για μένα συνάντησα
τα αγαπημένα μου κουτάκια ξανά και ξανά και όταν χρειαζόταν να τα
αποχωριστώ, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Τα έβαζα στους κάδους ανακύκλωσης, μαζί με
όλα τα άλλα που έβρισκα στους δρόμους λέγοντας:
-“Έτσι” ή “Αλλιώς” θα ξαναβρεθούμε.
ΠΟΤΕ ΜΗΝ ΛΕΣ ΑΝΤΙΟ…